- νηστικός
- (I)-ή, ό, θηλ. και -ιά (ΑΜ νηστικός, -ή, -όν) [νήστις]αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτοςνεοελλ.-μσν.1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος2. πεινασμένος3. αυτός που κατά τη διάρκειά του τηρείται νηστεία4. το θηλ. ως ουσ. η νηστικήη ημέρα τής νηστείας.————————(II)νηστικός, -ή, -όν (Α) [νήστης (II)]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλώσιμο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νηστικήη τέχνη τού κλωσίματος, η κλωστική («καὶ μὴν ξαντική γε καὶ νηστικὴ και πάντα αὖ τὰ περὶ τὴν ποίησιν τῆς ἐσθῆτος, μία τίς ἐστι τέχνη τῶν ὑπὸ πάντων λεγομένων ἡ ταλασιουργική», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.